- σκιαινίδες
- σκιαινίςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκιαινίδες — (Sciaenidae). Οικογένεια ακανθο πτερύγιων ψαριών που ζουν στις ακτές των θερμών και μερικές φορές των εύκρατων θαλασσών. Η οικογένεια αριθμεί περισσότερα από 100 είδη, από τα οποία, τα πιο πολλά, ψαρεύονται για το νόστιμο κρέας τους.… … Dictionary of Greek
μυλοκόπι — (umbrina cirrosa). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των σκιαινιδών. Διακρίνεται από τους άλλους σκιαινίδες από έναν θύσανο κοντό αλλά χοντρό, που φέρει κάτω από τη γνάθο. Το μ. μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 70 εκ. και σε βάρος τα 15 κιλά· το στόμα… … Dictionary of Greek
σκίαινα — η, ΝΑ, και σκιαινίς και δ. αν. σκινίς, ίδος, Α νεοελλ. γένος περκόμορφων ιχθύων τής οικογένειας σκιαινίδες και λόγια ονομασία ψαριών που είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες μυλοκόπι, κρανιός και καλιακούδα ή σικιός αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού… … Dictionary of Greek
σκιός — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού περκόμορφου ψαριού Sciaena umbra τής οικογένειας σκιαινίδες, συγγενικού με το μυλοκόπι και με τον κρανιό, που έχει εύγευστη σάρκα, αλλ. σικιός … Dictionary of Greek